Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2006

Οι Βρικόλακες


Ο τροχονόμος στη Βασιλίσσης Σοφίας θα κατάπινε τη σφυρίχτρα του αν εισέπνεε με τόση δύναμη. Ήταν τυχερός, η αγωνιώδης εκπνοή του πέταξε τη σφυρίχτρα κάτω στο δρόμο. Το ατύχημα που θα προκαλούσε αναβλήθηκε. Στη Μιχαλακοπούλου ένα ταξί στηρίζεται στην οροφή του με τις τέσσερις ρόδες να κοιτούν τον ουρανό....

Μέσα στο θέατρο είμαι εγώ και άλλος ένας. Η σκηνή είναι άδεια άλλα οι παίκτες, ζευγάρι άντρας-γυναίκα, εμφανίζονται από την πίσω μεριά. Τα δόντια τους άδηλα, άλλα είναι σίγουρο ότι πίνουν αίμα. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, ρουφούν. Ο Ναός είναι δίπλα στην έξοδο της αίθουσας και τους τραβάει μέσα του. Ωραία ευτυχώς εγώ δεν συμμετέχω, δεν παίζω σ' αυτό το έργο. Με αγωνία καταφέρνουν να βγουν έξω φρικτοί στην όψη. Η ζημιά έχει γίνει από τα θυμιάματα και τους σταυρούς. Παραμορφωμένοι αλλά σφικτά δεμένοι με τα σώματά τους πάλλονται στο ταγκό των αιωνίων. Παρασυρμένοι απ' το χορό χάνονται πάλι στο Ναό με την αγωνία της ηρεμίας στην όψη τους και επιστρέφουν με χειρότερη από πριν μορφή. Χαλαρώνω πάλι, το παιχνίδι παίζεται και εγώ έχω το αποκούμπι μου. είμαι απλός θεατής δεν απειλούμαι.
Διαμιάς οι όψεις αλλάζουν γίνονται όπως πριν ανθρώπινες και φοβερές. Το μαχαίρι στο χέρι της γυναίκας κλίνει επάνω μου και τα γλυκά της χείλη με παρακαλούν να πω ναι, να ομονοήσω και να αφεθώ στο χτύπημα. Τώρα αρχίζει ο φόβος, πως μπορεί να έμπλεξα έτσι; δεν το ήθελα αλλά να....έγινε. Η πίεση της γυναίκας είναι άρρηκτη ο άντρας και ο θεατής απλά παρακολουθούν. Η τσάκα έπιασε, έπρεπε να το περιμένω, η δειλία με ζορίζει και μαζεύομαι, αλλά η γυναίκα επιμένει. Τι ΤΡΟΜΟΣ, φοβάμαι....φοβάμαι...φοβάμαι...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 30, 2006

Στο Τρένο


-Έχεις παιδιά; Είσαι παντρεμένος;
Παύση...
Ο τύπος πλησιάζει πιο κοντά για να πάρει απάντηση. Η δυνατή μικρού παιδιού φωνή του αντανακλά τον ψυχικό του κόσμο....επαναλαμβάνει:
-Έχεις παιδιά;
-Ναι.
-Είσαι παντρεμένος;
-Ναι.
-Πως σε λένε;
-Χρήστο.
-Που δουλεύεις;
-Σε ιδιωτική εταιρεία.
-Πίνεις μπίρες;
-Όχι πάντα.
-Τις έχεις κόψει έ! Χε χε χε, οι πολλές δεν κάνουν καλό, πειράζουν φίλε μου.
Στο επόμενο σταθμό ο επαίτης μπαίνει με σκυμμένο το κεφάλι είναι αδύνατος και μουδιασμένος από διάφορους χυμούς.
-Έχετε να μου δώσετε κάτι να με βοηθήσετε;
-Ρε δε ντρέπεσαι να ζητιανεύεις στο τρένο;
-Κάνε τη δουλειά σου ρε.
Ο διακονιάρης προχωράει στο βάθος του βαγονιού και η ψυχω-φωνή του λέει πάλι:
-Ρε θα φωνάξω την αστυνομία να σε μαζέψει.
-Θα μου κλάσεις τα α.......! ...Κανά ψιλό...δεν έχω μία…
Το κινητό της Ανατολίτισσας διαταράσσει την ατμόσφαιρα και η φωνή της με αποσυντονίζει...

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2006

Το χιόνι












Δικαιούμαστε και εμείς οι αποστειρωμένοι κάτοικοι της Αθήνας λίγο χιόνι, ακόμα και αν χάνουμε τη ψυχραιμία μας και το σταθερό βήμα μας γλιστρώντας πάνω στον λεπτό πάγο.